Αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης και της πολιτικής που ακολουθεί εδώ και έναν χρόνο θεωρεί ο ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία το νέο, πιο σκληρό λοκντάουν που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός την Τρίτη με ισχύ ώς τις 28 Φεβρουαρίου.
Με δεδομένο ότι από τις αρχές Νοεμβρίου ουσιαστικά η χώρα βρίσκεται σε λοκντάουν, χωρίς αυτό να έχει φέρει αποτελέσματα, η Κουμουνδούρου υποδέχτηκε τις ανακοινώσεις σε υψηλούς τόνους κάνοντας λόγο για ομολογία αποτυχίας στη διαχείριση της πανδημίας και παλινωδίες και αντιφάσεις μεταξύ αρμόδιων υπουργών.
Αν πριν από περίπου έναν χρόνο, τον περασμένο Μάρτιο συγκεκριμένα, η κοινωνία πειθαρχούσε στα μέτρα περιορισμού εκλαμβάνοντάς τα ως αναγκαίο κακό έναντι ενός μεγάλου κινδύνου, σήμερα η κόπωση και η οργή έχουν πάρει τη σκυτάλη και η ανοχή (όπως και η αντοχή) των πολιτών έχει εξαντληθεί.
Συντονιζόμενη με αυτό το κλίμα η Κουμουνδούρου, αν και δεν αμφισβητεί καθόλου τους υγειονομικούς κινδύνους (ραγδαία εξάπλωση, μεταλλάξεις) σηκώνει σε πρώτο πλάνο τις διαχειριστικές ευθύνες της κυβέρνησης κατηγορώντας την ότι τα μόνα μέτρα που λαμβάνει μέχρι σήμερα είναι περιορισμοί, πρόστιμα και καταστολή. Σύμφωνα με την κριτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης, η κυβέρνηση έχει αγνοήσει πλήρως τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων κομμάτων για λήψη μέτρων σε κρίσιμους χώρους που είναι παραδεδεγμένο και από μελέτες ότι αποτελούν εστίες υπερμετάδοσης του ιού, όπως τα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, οι χώροι εργασίας και τα σχολεία.
Ο Αλέξης Τσίπρας στη συνέντευξή του στον Alpha μίλησε για πανευρωπαϊκή πρωτοτυπία να πηγαίνουμε σε λοκντάουν ενώ είμαστε ήδη σε λοκντάουν, αναρωτήθηκε γιατί αυτή η απόφαση δεν ελήφθη 3 – 4 μέρες πριν, αφού πάνω – κάτω τα επιδημιολογικά δεδομένα είναι τα ίδια, και άφησε να εννοηθεί ότι επιβεβαιώνεται η κριτική του ΣΥΡΙΖΑ πως η κυβέρνηση ενεργεί χωρίς σχέδιο, «βλέποντας και κάνοντας». «Παίρνει απόφαση για πιο σκληρά μέτρα και βλέπει τι θα γίνει την επομένη. Άρα μάλλον είναι η επισφράγιση της αποτυχίας της κυβερνητικής διαχείρισης απέναντι στην πανδημία» είπε, καθώς αποδεικνύεται ότι «δεν έχει κάνει ό,τι μπορούσε να κάνει προκειμένου να έχουμε το μικρότερο δυνατό κόστος».
Σε ό,τι αφορά το θέμα του υγειονομικού κειμένου, μερικά σημεία κριτικής που συνόψισε ο Αλέξης Τσίπρας στη συνέντευξή του είναι ότι η κυβέρνηση δεν έκανε τίποτα για να αντιμετωπίσει τη διασπορά στις εστίες μετάδοσης, δηλαδή δεν έλαβε μέτρα για περισσότερα δρομολόγια στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς και για να αραιώσουν οι μαθητές στις σχολικές τάξεις ή μέτρα προστασίας των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς. Επιπλέον, είπε, από την κυβέρνηση καθησύχαζαν και «επικαλούνταν τους επιστήμονες και την ανυπαρξία των επιστημονικών μελετών, για να μας πουν μην ανησυχείτε, δεν κολλάει στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Δεν κολλάει στα λεωφορεία. Δεν κολλάει στο μετρό. Δεν κολλάει στα σχολεία. Αυτό μας έλεγαν μέχρι χθες».
Υποστήριξε ουσιαστικά ότι οι επιστήμονες της επιτροπής καλούνται να λάβουν αποφάσεις χωρίς να έχουν την πραγματική εικόνα, αφού δεν υπάρχουν σοβαρές μελέτες επιδημιολογικής επιτήρησης.
Πρότεινε αλλαγή του μοντέλου με τριπλασιασμό των τεστ, κατά στοχευμένο τρόπο εκεί που υπάρχει υποψία ότι μπορεί να υπάρχουν κρούσματα και όχι με μορφή «λοταρίας», στα σχολεία όταν ξανανοίξουν να έχουν ληφθεί σοβαρά μέτρα προστασίας (π.χ. πλεξιγκλάς ανάμεσα στα θρανία όπως στην Ιταλία), οι εργαζόμενοι να μην είναι αφημένοι στη μοίρα τους έχοντας να κάνουν και έναν μήνα απλήρωτες υπερωρίες αν νοσήσουν και αναγκαστούν να λείψουν από την εργασία τους, όπως προβλέπει ο νόμος Βρούτση, κ.λπ.
Ξανά το δημόσιο χρέος στο τραπέζι
Σε ό,τι αφορά τα θέμα της οικονομίας επέμεινε στη θέση ότι έπρεπε να έχουν γίνει δαπάνες εμπροσθοβαρώς για τη στήριξη της οικονομίας, ώστε να σημειώσει επιβράδυνση μεν, αλλά ακριβώς για αυτό να μπορεί να ξαναπάρει πιο γρήγορα μπροστά. Κατηγόρησε την κυβέρνηση ότι κινούμενη στον αντίποδα αυτής της λογικής έφερε ύφεση 10,5% το 2020, κάτι που – όπως είπε – δεν είναι αποτέλεσμα της πανδημίας, αλλά της λανθασμένης προσέγγισης της κυβέρνησης.
Ως προς την πραγματική οικονομία, επανέλαβε τη θέση για τη ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους (προς το Δημόσιο) μέσα από έναν συνδυασμό πάρα πολλών δόσεων, όπως οι 120 δόσεις επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, και διαγραφής μεγάλου μέρους του ονομαστικού κεφαλαίου, της τάξης του 40% με 60%. Σημείωσε ότι το χρέος που έχει συσσωρευθεί μέσα σε 8 – 9 μήνες, από την αρχή της πανδημίας ώς το τέλος του χρόνου (6 δισ. προς το Δημόσιο και 12 δισ. προς τις τράπεζες) είναι ένα τεράστιο μέγεθος που δεν μπορεί να αποπληρωθεί αν δεν απομειωθεί ριζικά. Αν δεν ρυθμιστεί το ιδιωτικό χρέος, προειδοποίησε ότι θα έχουμε μια οικονομία επιβαρυμένη και βουλιαγμένη στα χρέη, κάτι που κατ’ επέκταση θα σημαίνει ότι θα υπονομευτεί η προοπτική της οικονομικής ανάκαμψης στο μεσοπρόθεσμο χρονικό διάστημα, ενώ χτύπησε το καμπανάκι και της επιστροφής του δημόσιου χρέους στο τραπέζι.
Ερωτηθείς ποιος θα επιβαρυνθεί αυτή τη μεγάλη διαγραφή του χρέους απάντησε ότι «σε κάθε περίπτωση, θα είναι επωφελής και για τους ιδιώτες που θα μπορέσουν να ανασάνουν και να διατηρήσουν εν ζωή τις επιχειρήσεις τους αλλά και για το Ελληνικό Δημόσιο», καθώς «αν αυτές οι επιχειρήσεις δεν διατηρηθούν εν ζωή, δεν θα πάρει τίποτε το Ελληνικό Δημόσιο».